μυθάρια

μυθάρια
μυθάριον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λογογραφώ — (Α λογογραφῶ, έω) [λογογράφος] νεοελλ. είμαι λογοτέχνης, συγγραφέας αρχ. 1. συντάσσω δικανικούς λόγους επ αμοιβή, είμαι επαγγελματίας λογογράφος («Δημοσθένης μέν ἐπιψόγως λέγεται λογογραφῶν κρύφα τοῑς... ἀντιδίκοις», Πλούτ.) 2. εξιστορώ σε… …   Dictionary of Greek

  • μυθάριο — το (ΑΜ μυθάριον) [μύθος] (με επιτιμητική σημ.) μικρός μύθος, παραμυθάκι νεοελλ. ψευδής αφήγηση ή ψευδής διάδοση η οποία αφορά σε κάποιον ή σε κάποιο γεγονός («διέδωσαν αυτά τα μυθάρια για να μέ συκοφαντήσουν») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”